Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

To Στελάκι

Ένα διήγημα της Μαρίας Γαβαλά από τη συλλογή "Από γυαλί" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Στέλιο τον έλεγαν μα τον φωνάζανε Στελάκι κι ήταν καμιά δεκαπενταριά. Κοντός και αδύνατος, με ένα σουλούπι κάπως κοριτσίστικο. Του άρεσε να τριγυρνά δώθε κείθε. Να μην πολυμιλά στους άλλους. Ένα αδέσποτο, αλλά με ήρεμο βλέμμα. Ακίνδυνο αδέσποτο, αλαφροΐσκιωτο, κάπως ξενομερίτικο. Εκείνη τη μέρα, ποιος ξέρει τι τους είχε βαρέσει τους αλήτες κατακούτελα κι οληώρα τον πείραζαν, τον φώναζαν ούτε καν Στελάκι, αλλά «Στελίτσα! Στελίτσα!», και δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαδί. Κι εκείνος έφευγε σαν αλαφιασμένος. Με κομμένη ανάσα. Ένα κυνηγημένο αδέσποτο, με κατεβασμένη ουρά αλλά περήφανη ψυχή.

Κατέληξε στην Αττική Οδό, προς τη Μεταμόρφωση, λίγο πιο δω από τα γραφεία της εφημερίδας Το ΄Εθνος και τις αερογέφυρες των ανισόπεδων κόμβων. Αυτό το έργο έλεγαν στην τηλεόραση πως ήταν το μεγαλύτερο στη Νότια Ευρώπη. Δεν είχε τελειωμό. Ακόμα δούλευαν εργάτες, μπετονιέρες, εκσκαφείς. Όταν τραβιόσουν όμως προς το τοιχίο του στενού περάσματος για τους πεζούς, μπορούσες να σκύψεις κάτω και να δεις τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν βολίδες στην Αττική οδό, πηγαίνοντας προς το αεροδρόμιο.
Το θέαμα του άρεσε. Πάντα τον εντυπωσίαζε η ταχύτητα των αυτοκινήτων, οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι, η φυγή. Ο ίδιος δεν είχε τρέξει πολλές φορές με αυτοκίνητο σε εθνική οδό. Μια φορά, όταν ήταν μικρός, είχε πάρει με τους γονείς του το λεωφορείο για τη Λάρισα, για να παρευρεθούν στην κηδεία κάποιου συγγενή. Θυμόταν αμυδρά το ταξίδι στην Αθηνών-Λαμίας, μια διαδρομή που δεν του άρεσε καθόλου, γιατί το λεωφορείο μύριζε άσχημα. Επιπλέον, όταν ζήτησε να κατεβεί για την ανάγκη του, ο οδηγός του είπε αγενέστατα να περιμένει μέχρι να φτάσουν στο μοτέλ Λεβέντη. Κόντεψε να κατουρηθεί πάνω του και μίσησε, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, αυτό το «σκατέλ Λεβέντη» που δεν έλεγε να φανεί με τίποτα. Νόμιζε πως επρόκειτο για κάποιο ουρητήριο, χτισμένο στη δημοσιά ή στα χωράφια. Όταν έφτασαν και είδε πως ήταν εστιατόριο, μπαρ και ξενοδοχείο, αρνήθηκε να πάει στις τουαλέτες του, όπως έκαναν όλοι οι ταξιδιώτες. Χώθηκε σε κάτι χωράφια, κατέβασε το παντελόνι του –τώρα θα μου πεις, γιατί κατουρούσε σαν κορίτσι, αφού δεν ήταν κορίτσι; – και κατάβρεξε την ήδη νοτισμένη από την πάχνη γη, βγάζοντας τη γλώσσα σε μια οικογένεια σκαθαριών, τα οποία ενοχλημένα από τη βροχή του έτρεχαν να κρυφτούν πίσω από κάτι τσουκνίδες. Πριν μπει στο λεωφορείο, γύρισε κι έστειλε μια μούντζα στο «σκατέλ» που τόσο άργησε να φανεί κι αυτουνού παραλίγο να σκάσει η φούσκα.
Θα ’θελε ένα δικό του αυτοκίνητο, να μπαίνει και να βγαίνει στις εθνικές, να σταματάει και να ξαλαφρώνει όποτε του ερχόταν η ανάγκη κι όπου του έκανε κέφι. Με τέτοιο αυτοκίνητο, θα ’λυνε το πρόβλημα της στέγης. Θα το πάρκαρε σε ήσυχες μεριές, θα κάλυπτε τα παράθυρα με κουβέρτες και θα κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Το πρωί θα ξυπνούσε, θα έβγαινε έξω, θα αμολούσε μια κατρούλα, θα έκανε μερικές ασκήσεις για να ξεπιαστεί, θα έβαζε μπροστά τη μηχανή, και μην τον είδατε. Μια ζωή όνειρο. Να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Ακράτητη φυγή, πλήρης ελευθερία, όπως φεύγουν τα ούρα. Το χλιαρό νεράκι του σώματός του να συναντά τη δροσούλα της γης και να έρχονται εις γάμου κοινωνίαν. Αυτός ο γάμος, μάλιστα. Με στέφανα τα αγριάγκαθα και τα χαμομήλια, και παράνυμφους τις οικογένειες των σκαθαριών.
Εκείνος δεν είχε αυτοκίνητο και μάλλον δεν θα αποκτούσε ποτέ. Δεν γινόταν να φύγει στ’ αλήθεια. Ούρα, όμως, δόξα τω Θεώ, είχε πάντα μπόλικα. Έπρεπε λοιπόν να ουρήσει στο τοιχαλάκι, τη στιγμή που ο εκσκαφέας έμπαινε μπροστά του κι εμπόδιζε τους εργάτες να δουν προς το μέρος του. Μια λάθος κίνηση του εκσκαφέα, απρογραμμάτιστη, και θα ανοιγόταν ένα μικρό τρίγωνο. Και μέσα από αυτό το ανοιγματάκι, οι εργάτες μπορούσαν να δουν το φερμουάρ του παντελονιού του –το πήρε απόφαση, ποτέ ξανά κατεβασμένο ή μισοκατεβασμένο παντελόνι∙ αφού δεν ήταν κορίτσι –, την ακρούλα του εσώρουχου, για να μην πούμε τίποτα άλλο πιο απόκρυφο. Βιάστηκε να ολοκληρώσει την πράξη, ενόσω το μηχάνημα έπαιρνε ανοιχτή στροφή και σήκωνε ψηλά τη φαγάνα του, σκορπίζοντας μια βροχή από κίτρινη σκόνη.
«Αντίο, τσισάκια μου! Στο καλό! Και καλή αντάμωση!»
Καμάρωσε το ποτάμι κάτω από τα πόδια του. Πίστευε πως μετά την κηδεία του κι αφού θα τον είχαν παραχώσει και σκεπάσει επιμελώς, για να μη βρικολακιάσει και το σκάσει ξανά, σίγουρα κάπου θα ξανάβρισκε κάποιο ίχνος τους μια είδηση, μια μυρωδιά από όλο αυτό το ποτάμι με το οποίο κατά καιρούς είχε αρδεύσει τη γη. Επομένως, ουδόλως επρόκειτο να διψάσει κατά τη διάρκεια του αιώνιου ύπνου του. Ακόμη και σε εποχές μεγάλης ανομβρίας.
Κάπου έπρεπε να κοιμηθεί κι αυτή τη νύχτα. Ή στο πατρικό του, κοντά στην αμίλητη μάνα του και στον πατέρα του που ερχόταν κατά τα ξημερώματα, τύφλα και βλαστημώντας το σύνολο των αγίων της ορθοδοξίας – «γαμώ τους Αγίους Πάντες», αυτή ήταν η αγαπημένη του βλαστήμια –, ή στο άθλιο καμαράκι, πίσω από το βουλκανιζατέρ του εξαδέλφου του τού Μιχάλη. Στο πρώτο θα τον μασουλούσε η σιωπή και ο φόβος, στο δεύτερο θα τον ψαχούλευε το χέρι του Μιχάλη, μέχρι να απαυδήσει, να τιναχτεί πάνω και να ορμήσει έξω, ζητώντας καταφύγιο στη νύχτα των δρόμων. Σε κάποιο εργοτάξιο, σε κάποια στοά των σκαμμάτων του μετρό.
Κοίταξε προς την κατεύθυνση του σκοτεινού κόσμου του.
«Ας κατηφορίσω προς τα κει και βλέπουμε.»

Από συνήθεια πήρε να κατηφορίζει προς τη μεριά όπου βρισκόταν το βουλκανιζατέρ. Έπιανε να βραδιάζει. Κάτι θολό, απατηλά ήρεμο, απλωνόταν τριγύρω. Ένα πέπλο ελαφριάς ομίχλης που έκρυβε κάτι επίφοβο. Ο Στέλιος σήκωσε το πρόσωπο κι οσμίστηκε το σκοτάδι. Πίσω του και πάνω στις αερογέφυρες άναβαν οι φανοστάτες, ένας προχειροστημένος φωτισμός, ίσα ίσα για να βλέπουν οι εργάτες και οι οδηγοί των φορτηγών.
Λίγο πριν βγει από τη μεγάλη αλάνα, με τα κλειστά εργοτάξια του μετρό και τα κοντέινερ, έπεσε πάνω σε τέσσερις τύπους είχε όλο το χρόνο για να τους μετρήσει, δεν ήταν δύσκολο, παρ’ όλη τη σκοτεινιά. Τους αναγνώρισε αμέσως, αν και δεν ήξερε τα ονόματά τους. Κάτι χασομέρηδες της καφετέριας Σμαρτ, που περνούσαν όλη τη μέρα τους με ένα φραπέ ή μια μπίρα στο χέρι. Σίγουρα κάποτε θα τους είχε αντιμιλήσει ή έστω αγριοκοιτάξει. Όλοι αυτοί οι αλήτες του φέρονταν απαξιωτικά, σαν αρπαχτικά. Λες κι ήταν κορίτσι. Αφού δεν ήταν κορίτσι…Ποτέ δεν τον έλεγαν Στέλιο. Πάντα Στελάκι, για να μην πούμε το άλλο, το χειρότερο. Κι εκείνος τους φερόταν ανάλογα. Τώρα, όμως, έκρινε πως ήταν προτιμότερο να δώσει τόπο στην οργή ό,τι κι αν του πετούσαν. Να κάνει πως δεν άκουσε και να συνεχίσει το δρόμο του.
Γύρω δεν υπήρχε ψυχή. Όταν τον πλησίασαν, έστριψε το κεφάλι του από την άλλη κι επιτάχυνε το βηματισμό του. Ο ένας μπήκε μπροστά και του έκλεισε το δρόμο. Το χνότο του μύριζε μπίρα.
Σκούπισε το πρόσωπό του και δεν απάντησε, ο άλλος όμως επέμεινε.
Δεν τον φοβόταν, αυτό το ξεκαθάρισε με σιγουριά, απλώς ήταν κουρασμένος και βαριόταν να τσακωθεί. Ο άλλος όμως το πήγαινε φιρί φιρί, ενώ οι υπόλοιποι έτριβαν τα χέρια τους.
Η φωνή του κατάφερε να βγει χωρίς να τρέμει:
«Δεν θέλω φασαρίες. Άσε με να πάω στη δουλειά μου.»
Τον πλησίασαν πιάνοντας τον καβάλο τους, ο πρώτος τριβόταν κιόλας. Βρωμούσαν όλοι τους μπίρες κι απλυσιά. Εκείνος άρχισε να φοβάται. Ένας φόβος που έρχεται από κάτω και ανεβαίνει στο σώμα, παγώνοντας το αίμα σου. Όπως τότε που επέστρεφε ο πατέρας του αφρίζοντας βλαστήμιες.
«Δεν σας πείραξα, αφήστε με να πάω στη δουλειά μου.»
«Γλείψ’ τον μας πρώτα και σ’ αφήνουμε», είπε ο αρχηγός.
Το σκοτάδι πύκνωνε συνεχώς. Τα κλειστά εργοτάξια ύψωναν απειλητικά τους λαμαρινένιους τοίχους τους. Πλάι στα κοντέινερ ανοιγόταν ένας χωματόδρομος με κάτι παρατημένα κτίσματα αριστερά του, χαμηλά σπίτια με μισογκρεμισμένες μάντρες και σκοτεινούς σωρούς σκουπιδιών. Οι γέφυρες, με τους εργάτες που συνέχιζαν να δουλεύουν μέσα στη νύχτα, βρίσκονταν πίσω του. Ακόμη κι αν έβαζε τις στριγκλιές, τα μηχανήματα που μούγκριζαν και η απόσταση θα εμπόδιζαν τη φωνή του να φτάσει μέχρι εκεί. Άρχισε να πισωπατεί στο χωματόδρομο.
«Γαμίδια» είπε ο αρχηγός και τον άρπαξε από το μανίκι. Άκουσε το ύφασμα να ξηλώνεται, κι αυτός ο ήχος σήκωσε θύελλα μέσα του ύφασμα που σχίζεται, που καταστρέφεται. Ένιωσε αηδία, κάτι σαν γλοιώδες πλοκάμι χταποδιού να ’ρχεται πάνω του. Άρπαξε μια χούφτα χώμα και την πέταξε στο πρόσωπο αυτού που βρισκόταν πιο κοντά. Ο τύπος βλαστήμησε κι έκλεισε με τις παλάμες τα μάτια του.
Ο Στέλιος πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να τρέχει. Οι άλλοι ρίχτηκαν πίσω του, φωνάζοντας όλοι μαζί, ρυθμικά, λες και βρίσκονταν στη θύρα 13. «Γαμιέται ολέεεε, γαμιέται ολέεεε!» και «Στελίτσα ολέεεε, Στελίτσα ολέεεε!»
Μπροστά σε έναν κάδο σκουπιδιών είδε κάτι καδρόνια. Άρπαξε ένα στην τύχη. Τα δάχτυλά του έπιασαν καρφιά, μισομπηγμένα στο ξύλο. «Καρφιά», σκέφτηκε ανακουφισμένος και σήκωσε ψηλά το καδρόνι.
«Καρφιάααα! Καρφιάααα!» έβγαλε τα πνευμόνια του.
Οι άλλοι πισωπάτησαν. Αυτός που είχε φάει το χώμα στο πρόσωπο τώρα κρατούσε ένα σιδερολοστό και τον στριφογυρνούσε πάνω από το κεφάλι του. Οι υπόλοιποι τον τραβούσαν πίσω.
«Χέσ’ τηνα, ρε Μανόλη, την πούστρα, την ξεκωλιάρα» και «γάμα το το μουνόπανο, δεν αξίζει.»
Τα πράγματα έπαιρναν άλλη τροπή από αυτήν που υπολόγιζαν αρχικά. Κι ο Μανόλης λύσσαγε να εκδικηθεί.
Οι φωνές ξεσήκωσαν τα σκυλιά που ήταν κλεισμένα στην πλαϊνή μάντρα. Στο χαμηλό σπίτι άναψαν φώτα και τα γαβγίσματα δυνάμωσαν.
«Καρφιάααα!» συνέχισε να φωνάζει σαν να ζητούσε βοήθεια από τα σκυλιά.
Τα φώτα κινήθηκαν προς το μέρος του, τα γαβγίσματα αγρίεψαν κι άλλο. Πίσω από τις φωνές των σκυλιών έρχονταν κι ανθρώπινες φωνές, αντρικές, που μιλούσαν μια άλλη γλώσσα, όχι ελληνικά. Συνέχισε να κουνάει το καδρόνι, εξασθενημένα τώρα, γιατί οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και τα χέρια του δεν άντεχαν περισσότερο. Επιπλέον, η φωνή του έβγαινε με το ζόρι. Τα φώτα πλησίαζαν σταθερά –ήταν φώτα από πολύ δυνατούς φακούς. Έκανε στροφή κι άρχισε να τρέχει προς τη μεριά των φακών.
Μέσα στο ημίφως, ξεχώρισε δύο φιγούρες, μεσαίου ύψους και ξανθωπές. Ό,τι κράτησε αρχικά από το σουλούπι αυτών που πλησίαζαν. Ο ένας βαστούσε μια καραμπίνα και την κουνούσε προς εκφοβισμό κι ο άλλος έτρεχε πίσω από δυο μεγαλόσωμα σκυλιά, συγκρατώντας τα από τα λουριά τους. Οι αλήτες, τώρα, υποχωρούσαν. Ο Στέλιος πέρασε πίσω από την ασπίδα των νεοφερμένων με τα σκυλιά κι ένιωσε επιτέλους ασφαλής. Τα ζώα συνέχισαν να γαβγίζουν κι ήταν έτοιμα να ορμήσουν, η δεύτερη όμως φιγούρα τα συγκρατούσε με δύναμη. Οι αλήτες πέταξαν κάτι χαλίκια, μαζί με εξασθενημένες βρισιές.
Ακούμπησε στη μάντρα και ίσιωσε το σώμα του. Το λαχάνιασμα και το στόμα του, που ήταν γεμάτο χώματα, τον εμπόδιζαν να αναπνεύσει κανονικά. Τα ιδρωμένα του δάχτυλα δεν ήθελαν να αποχωριστούν το καδρόνι. Τα σκυλιά είχαν ήδη ησυχάσει. Οι δύο φιγούρες έκαναν στροφή κι ήρθαν προς το μέρος του. Έλεγαν διάφορα στη γλώσσα τους, ο Στέλιος δεν καταλάβαινε λέξη. Χαμήλωσαν τους φακούς για να μην τον στραβώνουν, κι ο ένας τον ρώτησε με βαριά προφορά.
«Είσαι καλά;»
Έγνεψε καταφατικά κι άφησε το καδρόνι να πέσει από τα χέρια του.
«Έφυγαν», ξανάπε ο άντρας κι έδειξε την άλλη άκρη του χωματόδρομου, όπου τώρα υπήρχαν μόνο τα κλειστά εργοτάξια και τα κοντέινερ.
Δίπλα του στεκόταν ένα παιδί, στην ηλικία του Στέλιου πάνω κάτω, ξανθό, γαλανομάτικο, το γαλάζιο καλοκαιρινού ουρανού, κι έσφιγγε γερά τα λουριά των σκυλιών που τώρα έδειχναν τελείως ήρεμα∙ με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό χάιδευε τα κεφάλια τους σαν να ’θελε να τα επιβραβεύσει. Πρέπει να ήταν πατέρας και γιος. Έμοιαζαν.
Ο Στέλιος κοίταξε ξανά τα μάτια του γιου κι ένιωσε μέσα του, βαθιά μέσα του, να στάζει μια πηγή, στάλα στάλα, όχι όμως νερό, αλλά διάφανο μέλι. Ξεχάστηκε κοιτώντας τα μάτια του ξένου παιδιού που κι κείνο, με τη σειρά του, τον κάρφωνε με περιέργεια. Σαν να ’βλεπε μπροστά του έναν επισκέπτη από άλλο πλανήτη. Ουρανοκατέβατο, λαχανιασμένο, φτιαγμένο θαρρείς από ύλη της νύχτας.
Ήθελε να τους πει ευχαριστώ, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από το λαχάνιασμα. Σκούπισε το στόμα του και τους έγνεψε με το χέρι. Εκείνοι κατάλαβαν. Ύστερα ανασηκώθηκε. Πατέρας και γιος έσβησαν τους φακούς και χάιδεψαν τα κεφάλια των σκυλιών που τώρα είχαν γίνει αρνάκια. Δεν μπήκαν όμως στη μάντρα. Στάθηκαν και τον κοιτούσαν να απομακρύνεται, μέχρι που τον είδαν να στρίβει στη γωνία του χωματόδρομου και να πηγαίνει δεξιά, εκεί όπου άρχιζαν τα σπίτια της κατοικημένης περιοχής. Όταν σιγουρεύτηκαν πως ήταν ασφαλής, πέρασαν την αυλόπορτα του σπιτιού και χάθηκαν.

Εκείνος δεν προχώρησε προς τη μεριά της συνοικίας. Κοντοστάθηκε. Ήταν μπερδεμένος. Ποιο ήταν το σωστότερο. Να φύγει; Να μείνει; Κι αν έμενε, τι θα γινόταν; Κοίταξε πίσω του τον άδειο χωματόδρομο. Κάτι μυστηριακό σάλευε στον αέρα, άυλο, χωρίς όνομα. Ούτε πρόσωπο, ούτε ζώο, ούτε πράμα. Σάλευε όμως. Κι ήταν δυνατό, πολύ δυνατό, σαν μαγνήτης. Το ’νιωθε πως δεν θα μπορούσε να ξεκολλήσει από κείνη την αλάνα. Ζαλίστηκε κι αναγκάστηκε να καθίσει στην άκρη του χωματόδρομου. Κι ύστερα είδε πάλι μπροστά του τα μάτια του ξένου παιδιού. Δυο φλόγες, ζωηρές και χαρούμενες, χοροπηδηχτές, που τις παράστεκαν δυο λυκόσκυλα, καθισμένα στα πισινά τους πόδια, για να μη σβήσουν. Ανασηκώθηκε, γονάτισε, ένωσε τις παλάμες κάτω απ’ το πιγούνι του. Ήθελε να προσευχηθεί. «Πάτερ Ημών!» άρχισε «Πάτερ Ημών!», αλλά δεν του άρεσε. «Ουρανέ!» ξανάπε, αλλά ούτε κι αυτό τον ικανοποίησε.
Για λίγο έμεινε γονατιστός, με τις παλάμες ενωμένες κάτω από το πιγούνι, θέλοντας να προσευχηθεί αλλά μην ξέροντας πού να προσευχηθεί…Μπερδεμένος, χαμένος, παραπλανημένος. Τέλος, επειδή η νύχτα γινόταν βαριά κι έπιανε κρύο, άφησε μια κοφτή κραυγή ευχαρίστησης, κραυγή σκύλου. Μπορεί να ήταν και λύκου.